- ἀσπαλάθων
- ἀσπάλαθοςspinous shrubmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… … Dictionary of Greek